- βουλιμιώ
- (α) αμετ.1) быть ненасытным, прожорливым, иметь волчий аппетит; 2) перен. жаждать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλιμιώ — βουλιμιῶ ( άω) (Α) [βουλιμία] πάσχω από βουλιμία … Dictionary of Greek
βουλιμιῶ — βουλῑμιῶ , βουλιμιάω suffer from pres imperat mp 2nd sg βουλῑμιῶ , βουλιμιάω suffer from pres subj act 1st sg (attic epic ionic) βουλῑμιῶ , βουλιμιάω suffer from pres ind act 1st sg (attic epic ionic) βουλῑμιῶ , βουλιμιάω suffer from imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλιμίασις — βουλιμίασις, η (Α) [βουλιμιώ] το να πάσχει κανείς από βουλιμία … Dictionary of Greek